- ήχος
- Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το φαινόμενο είναι ευδιάκριτο σε ταλαντώσεις συχνότητας μεταξύ 16 και 20.000 Hz (δηλαδή από 16 έως 20.000 ταλαντώσεις στο δευτερόλεπτο). Οι ταλαντώσεις χαμηλότερης συχνότητας ονομάζονται υπόηχοι, ενώ οι ταλαντώσεις υψηλότερης συχνότητας υπέρηχοι. Ο ή. δεν μεταδίδεται στο κενό ούτε στα ανελαστικά μέσα, μεταδίδεται όμως σε οποιοδήποτε ελαστικό μέσο, υγρό, στερεό ή αέριο. Η μετάδοση γίνεται με διαμήκεις κυμάνσεις. Στην ύλη δεν συμβαίνουν μετατοπίσεις, αλλά τα σωματίδια πάλλονται κατά τη διεύθυνση της κύμανσης. Η διάδοση με διαμήκεις κυμάνσεις είναι τυπική στα αέρια και στα υγρά· στα στερεά, εκτός από τις διαμήκεις κυμάνσεις, εμφανίζονται και εγκάρσιες, καθώς και κυμάνσεις κάμψης και στρέψης. Στην κοινή χρήση του όρου γίνεται διάκριση μεταξύ ή. και θορύβου, αλλά αυτή η διάκριση είναι υποκειμενική και δεν λαμβάνεται υπόψη στη φυσική. Ένας ή. χαρακτηρίζεται από το ύψος, την ένταση και τη χροιά. Το ύψος εξαρτάται από τη συχνότητα των ταλαντώσεων του σώματος που πάλλεται και αυξάνεται με την αύξηση της συχνότητας, όπως συμβαίνει στις σειρήνες. Η ένταση θεωρείται από δύο απόψεις: την αντικειμενική ένταση του ή. που παράγεται από την πηγή –η οποία είναι ανάλογη προς το τετράγωνο του εύρους των ταλαντώσεων– και την υποκειμενική ένταση, δηλαδή την ένταση με την οποία ο ή. ακούγεται από το αφτί. Αυτή η τελευταία αυξάνει με την αύξηση της πυκνότητας του μέσου διάδοσης και σε ένα ομογενές μέσο είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασης της πηγής από το αυτί. Όσον αφορά τη χροιά, οι ή. είναι σύνθεση απλών ή., δηλαδή οφείλονται σε διάφορες σειρές ταλαντώσεων διαφόρων συχνοτήτων. Η χροιά του ή. εξαρτάται συνεπώς από την ποιότητα και την ένταση των ή. που παράγονται μαζί με τον θεμελιώδη ή.
ηχητική στάθμη. Ο ή. μπορεί να μελετηθεί τόσο από τη φυσική άποψη, σε σχέση προς τη μετάδοση της ενέργειας που συνδέεται με τη διάδοση του κύματος, όσο και από την άποψη των αισθήσεων που προκαλεί. Από φυσική άποψη ορίζεται ως ένταση του ή. η ποσότητα της ενέργειας, η οποία στη μονάδα του χρόνου διατρέχει τη μονάδα επιφάνειας του μέσου που εξετάζουμε – η ένταση δηλαδή εκφράζει τη σχέση μεταξύ της ηχητικής ισχύος και της επιφάνειας την οποία διατρέχει o ή.
Οι ή. κατατάσσονται κατά μία υποκειμενική κλίμακα, από τον πιο ασθενή μέχρι τον πιο ισχυρό, και περιλαμβάνονται μεταξύ δύο ακραίων τιμών. Το κατώτερο όριο είναι ο ουδός ακουστότητας, το ανώτατο όριο ο ουδός του πόνου (σε μεγαλύτερη τιμή ο ή. γίνεται αντιληπτός ως αίσθημα πόνου).
Για να σταθεροποιηθεί μια σχέση μεταξύ της έντασης του ή. και του αισθήματος που προκαλεί ο ή. αυτός, κατασκευάστηκε μια κλίμακα ηχητικών σταθμών. Ως βάση της κλίμακας αυτής λήφθηκε η ελάχιστη τιμή του ηχητικού ερεθισμού που μπορεί να ακουστεί (τιμή του ουδού). Η κλίμακα βασίζεται εξάλλου στο γεγονός ότι η μεταβολή του ηχητικού αισθήματος είναι ανάλογη προς τη μεταβολή του ερεθίσματος που προκαλεί το αίσθημα και αντιστρόφως ανάλογη προς το ερέθισμα αυτό (νόμος Φέχνερ-Βέμπερ). Με άλλα λόγια, μια μικρή μεταβολή του αισθήματος είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μικρότερη είναι η ένταση του ή. ή και αντίστροφα. Η ιδιότητα αυτή οδήγησε στη λογαριθμική σχέση μεταξύ κύματος και ηχητικής έντασης.
Η ηχητική στάθμη μετράται σε ντεσιμπέλ και δίνεται από τη σχέση 10 logΕ/Ε0, όπου Ε/Ε0 είναι ο λόγος μεταξύ της έντασης του ή. που εξετάζεται και της έντασης του ουδού.
Η ηχητική στάθμη που καθορίζεται έτσι αυξάνεται κατά ένα ντεσιμπέλ όταν η ένταση του ηχητικού κύματος αυξάνεται περίπου κατά 25%. Για ένα φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί παρατηρείται πράγματι ότι σε μια δεκαπλάσια ένταση ή. αντιστοιχεί ένα διπλό αίσθημα. Έτσι, δηλαδή, η ηχητική στάθμη αυξάνει κατά ένα ντεσιμπέλ, αν 10logΕ/Ε0 = 1, και αυτό συμβαίνει όταν Ε/Ε0 = 1,26 περίπου. Με διεθνή σύμβαση, η τιμή της έντασης του ουδού Ε0 αναφερόμενη σε ή. που έχει συχνότητα 1.000 ταλαντώσεων ανά δευτερόλεπτο αντιστοιχεί σε τιμή πραγματικής πίεσης 2 · 105 Ν/m².
ηχητικό αίσθημα.Με βάση όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τη μέτρηση της ηχητικής στάθμης, o καθορισμός του ηχητικού αισθήματος, που δημιουργείται από έναν απλό ή. συχνότητας διάφορης των 1.000 ταλαντώσεων ανά δευτερόλεπτο, γίνεται ως εξής: κατευθύνουμε στο αφτί διαδοχικά τον εξεταζόμενο ή. και έναν άλλο ή. συχνότητας 1.000 μ./δευτ. Ο δεύτερος αυτός ή. μεταβάλλεται τεχνητά με τέτοιον τρόπο ώστε η ηχητική στάθμη, όσο μπορεί να κρίνει το αφτί, να αποδίδει τους δύο ή. εξίσου ισχυρούς. Έχουμε έτσι για σύγκριση τη μέτρηση του ηχητικού αισθήματος, το οποίο εκφράζεται κατευθείαν σε κλασικές μονάδες.
Η μέτρηση του ηχητικού αισθήματος εκφράζεται σε σον. Κατά συνθήκη, η ηχητικότητα ενός σον είναι η ηχητικότητα ή. που έχει 1.000 ταλαντώσεις στο δευτερόλεπτο και ηχητική στάθμη 40 ντεσιμπέλ άνω του ουδού ακουστότητας.
ταχύτητα διάδοσης του ή.Στον αέρα και υπό κανονικές συνθήκες (θερμοκρασία 0°C και πίεση μίας ατμόσφαιρας) η ταχύτητα του ήχου είναι περίπου 330 μ./δευτ., στα υγρά είναι μεταξύ 1.400–1.500 μ./δευτ. και στα στερεά είναι ακόμα μεγαλύτερη· για παράδειγμα, για τον σίδηρο είναι 5.000 μ./δευτ. Στα ηχητικά κύματα παρατηρούνται όλα τα φαινόμενα που συναντώνται στη διάδοση των κυμάτων: ανάκλαση, διάθλαση, περίθλαση, συμβολή, συντονισμός κλπ. Η μελέτη της διάδοσης του ή. οδήγησε εξάλλου στην ανακάλυψη του φαινομένου Ντόπλερ (βλ. λ. ακουστική).
Για την εγγραφή ήχου, βλ. λ. ήχου, εγγραφή.
* * *και ηχός και αχός, ο (AM ἦχος)1. το αίτιο που με τον ερεθισμό τού αισθητηρίου τής ακοής προκαλεί το αντίστοιχο αίσθημα στη συνείδηση, καθετί που γίνεται αντιληπτό με την ακοή, κρότος, θόρυβος, βοή, θρόισμα κ.λπ.2. ο «σκοπός», η μελωδία τού τραγουδιού ή τού μουσικού οργάνου, το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί το τραγούδι ή το όργανο (α. «σάλπιγγος ἤχῳ», ΚΔβ. «ἦχος αὐλοῡ», Μόσχ.γ. «άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο», Κρυστ.)νεοελλ.φυσ. το αποτέλεσμα τής δόνησης τών σωματιδίων ενός υλικού μέσου, με συχνότητα από 16 μέχρι 20.000 Hz, που διαδίδεται διά τών στερεών, τών υγρών και τών αερίων υπό μορφή ελαστικών κυμάτων και που είναι ικανό να προκαλέσει στον άνθρωπο ακουστικό αίσθημανεοελλ.-μσν.(βυζ. μουσ. > όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι οκτώ μουσικοί τρόποι τής βυζαντινής μελοποιίας, που καθένας τους διέπεται από συγκεκριμένα μουσικά στοιχεία («ήχος πλάγιος τού δευτέρου»)νεοελλ.-αρχ.ηχώ, αντίλαλος, αντήχηση («όλους εξυπνούσε τους ηχούς το τραγούδι ερωτεμένο», Σολωμ.)αρχ.1. ο συγκεχυμένος βόμβος μέσα στ' αφτιά που αισθάνονται οι ασθενείς2. γραμμ. πνοή, το είδος τής δασείας ή λεπτής πνοής που εξέρχεται από το στόμα κατά την εκφώνηση ορισμένων συμφώνων («ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὀ δὲ ψιλός», Δημήτρ. Φαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή.ΠΑΡ. ηχείο, ηχήειςαρχ.ηχέεις, ηχικός, ηχώδηςνεοελλ.ηχερός, ηχηρός.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μσν. ηχόπουςνεοελλ.ηχαγωγός, ηχοβολίδα, ηχοβολώ, ηχογόνος, ηχογράφηση, ηχογραφώ, ηχοκινησία, ηχολαλία, ηχολήπτης, ηχοληψία, ηχολογώ, ηχολόί, ηχομετρία, ηχόμετρο, ηχομόνωση, ηχομονωτικός, ηχοπονώ, ηχορύπανση. (Β' συνθετικό) άηχος, βαρύηχος, εύηχος, κακόηχος, ομόηχος, οξύηχος, πολύηχοςαρχ.άντηχος, δύσηχος, έυηχος, έξηχος, μεγαλόηχος, φιλεύηχοςνεοελλ.αργυρόηχος, γλυκόηχος, γλυκύηχος, μυριόηχος, οκτώηχος, τετράηχος, χαλκόηχος].
Dictionary of Greek. 2013.